Eurovoc
Toggle navigation
Home
Advanced search
About...
My account
βλαστοκύτταρο
Home
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
φυσικές και εφαρμοσμένες επιστήμες
βιολογικές επιστήμες
βιολογία
βλαστοκύτταρο
Term
Metadata
βλαστοκύτταρο
Scope note
Αδιαφοροποίητο κύτταρο προερχόμενο από έμβρυο, κύημα, ή ιστούς ενηλίκων, ικανό να πολλαπλασιάζεται, να διαφοροποιείται σε άλλους κυτταρικούς τύπους και να διαδίδεται με καλλιέργεια.
Alternative terms
UF
↸
αδιαφοροποίητο κύτταρο
Broader Terms
BT
↑
βιολογία
Related terms
RT
⇆
βιοηθική
RT
⇆
γενετική μηχανική
Bulgare
стволова клетка
Czech
kmenová buňka
German
Stammzelle
English
stem cell
Español
célula madre
Français
cellule souche
Italien
cellula staminale
Dutch
stamcel
Polish
komórka macierzysta
Portugais
célula estaminal
Swedish
stamcell
Date of creation
02-Jan-2011
Accepted term
02-Jan-2011
Descendant terms
0
ARK
ark:/99152/t3v7kzn6q72wq8
More specific terms
0
Alternative terms
1
Related terms
2
Notes
1
Metadata
BS8723-5
DC
MADS
SKOS-Core
VDEX
XTM
Zthes
JSON
JSON-LD
Search