Eurovoc

βλαστοκύτταρο

βλαστοκύτταρο
Αδιαφοροποίητο κύτταρο προερχόμενο από έμβρυο, κύημα, ή ιστούς ενηλίκων, ικανό να πολλαπλασιάζεται, να διαφοροποιείται σε άλλους κυτταρικούς τύπους και να διαδίδεται με  καλλιέργεια.

Alternative terms

Broader Terms

Related terms

Date of creation
02-Jan-2011
Accepted term
02-Jan-2011
Descendant terms
0
ARK
ark:/99152/t3v7kzn6q72wq8
More specific terms
0
Alternative terms
1
Related terms
2
Notes
1
Metadata
Search
  • Search βλαστοκύτταρο  (Wikipedia (ES))
  • Search βλαστοκύτταρο  (Google búsqueda exacta)
  • Search βλαστοκύτταρο  (Google scholar)
  • Search βλαστοκύτταρο  (Google images)
  • Search βλαστοκύτταρο  (Google books)