GEMET Thesaurus
Toggle navigation
Home
Advanced search
About...
My account
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Home
δομημένο περιβάλλον/αστικοποιημένο περιβάλλον
κτήριο
βιομηχανικός χώρος
βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο]
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Term
Metadata
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Broader Terms
BT
↑
βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο]
More specific terms
NT5
↓
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)
►
▼
NT6
↓
αιολικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)
NT6
↓
θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)
NT6
↓
μικρή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
NT6
↓
μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο
NT6
↓
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα
NT6
↓
μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας
NT6
↓
παλιρροϊκός σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας)
NT6
↓
σταθμός ηλιακής ενέργειας
NT6
↓
σταθμός παραγωγής πυρηνικής ενέργειας/πυρηνικός σταθμός
NT6
↓
σταθμός συνδυασμένης παραγωγής ενέργειας
Related terms
RT
⇆
δίκτυο διανομής ενέργειας
RT
⇆
παραγωγή ενέργειας
中文
发电厂
English
power station
Español
central eléctrica
Français
centrale électrique
Italiano
centrale elettrica
Polski
elektrownia
Português
estações de electricidade
Русский
электростанция
Date of creation
14-Apr-2011
Accepted term
14-Apr-2011
Descendant terms
11
ARK
ark:/99152/t3glwje8yyjpkv
More specific terms
1
Alternative terms
0
Related terms
2
Notes
0
Metadata
BS8723-5
DC
MADS
SKOS-Core
VDEX
XTM
Zthes
JSON
JSON-LD
Search