GEMET Thesaurus
Toggle navigation
Home
Advanced search
About...
My account
σταθμός ηλιακής ενέργειας
Home
δομημένο περιβάλλον/αστικοποιημένο περιβάλλον
κτήριο
βιομηχανικός χώρος
βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο]
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)
σταθμός ηλιακής ενέργειας
Term
Metadata
σταθμός ηλιακής ενέργειας
Broader Terms
BT
↑
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)
中文
太阳能发电站
English
solar power station
Español
centrales solares
Français
centrale solaire
Italiano
centrale solare
Polski
elektrownia słoneczna
Português
centrais solares
Русский
электростанция, работающая от энергии солнца
Date of creation
14-Apr-2011
Accepted term
14-Apr-2011
Descendant terms
0
ARK
ark:/99152/t3wk7j8v2d3x01
More specific terms
0
Alternative terms
0
Related terms
0
Notes
0
Metadata
BS8723-5
DC
MADS
SKOS-Core
VDEX
XTM
Zthes
JSON
JSON-LD
Search