GEMET Thesaurus
Toggle navigation
Home
Advanced search
About...
My account
θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)
Home
δομημένο περιβάλλον/αστικοποιημένο περιβάλλον
κτήριο
βιομηχανικός χώρος
βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο]
σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)
θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)
Term
Metadata
θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)
Broader Terms
BT
↑
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)
中文
热电厂
English
thermal power plant
Español
central térmica
Français
centrale thermique
Italiano
centrale termoelettrica
Polski
elektrownia cieplna
Português
centrais térmicas
Русский
тепловая станция
Date of creation
14-Apr-2011
Accepted term
14-Apr-2011
Descendant terms
0
ARK
ark:/99152/t31ogjw8voj6x4
More specific terms
0
Alternative terms
0
Related terms
0
Notes
0
Metadata
BS8723-5
DC
MADS
SKOS-Core
VDEX
XTM
Zthes
JSON
JSON-LD
Search